ἡ, Aeol. = ἱέρεια (priestess), Hsch. φαῦρος· κοῦφος, Id.
φαυοφόρος: ἡ, Αἰολ. λέξ. σημαίνουσα ἱέρειαν, «φαυοφόροι· Αἰολεῖς, ἱέρειαι» Ἡσύχ.· πρβλ. φάος.
ἡ, Α(αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρεια».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαυο-φόροι < φαFο-φόροι < φάFος / φάος (βλ. λ. φως) + -φόρος (< φέρω)].