φαυοφόρος

Revision as of 17:57, 13 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, Aeol. = ἱέρεια (priestess), Hsch. φαῦρος· κοῦφος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

φαυοφόρος: ἡ, Αἰολ. λέξ. σημαίνουσα ἱέρειαν, «φαυοφόροι· Αἰολεῖς, ἱέρειαι» Ἡσύχ.· πρβλ. φάος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρεια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαυο-φόροι < φαFο-φόροι < φάFος / φάος (βλ. λ. φως) + -φόρος (< φέρω)].