φαυοφόρος
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ἡ, Aeol. = ἱέρεια (priestess), Hsch. φαῦρος· κοῦφος, Id.
Greek (Liddell-Scott)
φαυοφόρος: ἡ, Αἰολ. λέξ. σημαίνουσα ἱέρειαν, «φαυοφόροι· Αἰολεῖς, ἱέρειαι» Ἡσύχ.· πρβλ. φάος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρεια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαυο-φόροι < φαFο-φόροι < φάFος / φάος (βλ. λ. φως) + -φόρος (< φέρω)].
Translations
priestess
Armenian: քրմուհի; Belarusian: жрыца, святарка, свяшчэннiца; Bulgarian: жрица, свещеничка; Catalan: sacerdotessa; Chinese Mandarin: 女教士, 女祭司; Czech: kněžka; Danish: præstinde; Dutch: priesteres, priesterin; Esperanto: pastrino; Finnish: papitar; French: prêtresse; German: Priesterin; Greek: ιέρεια; Ancient Greek: ἀγορᾶχος, ἀμφίπολος, ἀρήτειρα, ἀρχείνη, ἀρχεῖτις, ἀρχηΐς, ἀρχίνη, βωμίστρια, θεάγισσα, θυηπόλος, ἱαρέα, ἱάρεα, ἱεραφάντρια, ἱερέη, ἱέρεια, ἱερηίς, ἱερηΐς, ἱερία, ἱερίς, ἱέρισσα, ἱεροφάντις, ἱεροφάντρια, ἱρέα, ἱρείη, ἱρηίη, ἱρηΐη, ἱρήτειρα, ἱροπόλος, κλειδοῦχος, λήτειρα, μέλισσα, μελισσονόμος, μέλιττα, μελιττονόμος, σφάκτρια, τελέστρια, ὑποφῆτις, φαυοφόρος; Hungarian: papnő; Irish: bansagart; Italian: sacerdotessa; Japanese: 女祭司, 女教士; Korean: 여자 사제(女子司祭); Latin: sacerdos, sacerdotessa, antistita; Latvian: priesteriene; Macedonian: свештеничка; Nahuatl Classical: cihuatlamacazqui; Norwegian Bokmål: prestinne; Nynorsk: prestinne; Polish: kapłanka; Portuguese: sacerdotisa; Romanian: preoteasă; Russian: священница, жрица, попадья; Slovak: kňažka; Slovene: svečenica; Spanish: sacerdotisa; Swedish: prästinna; Turkish: rahibe; Ugaritic: 𐎋𐎅𐎐𐎚; Ukrainian: священиця, жриця; West Frisian: preesteresse, prysteresse