dislocated
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. διεστραμμένος, ἔξαρθρος, ἔξαρμος, ἐξηρθρωμένος.
Translations
French: disloqué, luxé, déboîté; German: ausgekugelt, ausgerenkt, luxiert; Greek: εξαρθρωμένος; Ancient Greek: ἔξαρθρος, ἐξηρθρωμένος, διεστραμμένος; Italian: dislocato; Portuguese: deslocado; Spanish: deslocado, desarticulado