dislocated
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. διεστραμμένος, ἔξαρθρος, ἔξαρμος, ἐξηρθρωμένος.
Translations
French: disloqué, luxé, déboîté; German: ausgekugelt, ausgerenkt, luxiert; Greek: εξαρθρωμένος; Ancient Greek: ἔξαρθρος, ἐξηρθρωμένος, ἔκπαλος, ἐκπαλής, διεστραμμένος; Italian: dislocato; Portuguese: deslocado; Russian: вывихнутый; Spanish: deslocado, desarticulado