escultura
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Spanish > Greek
ἄγαλμα, ἀγαλματοποιητική, ἀγαλματοποιία, ἀγαλματοποιΐα, ἀγαλματοποιική, ἀγαλματοποιϊκή, ἀγαλματουργία, ἀγαλματουργική, ἀνδριαντοποιητική, ἀνδριαντοποιία, ἀνδριαντοποιΐα, ἀνδριαντοποιική, ἀνδριαντοποιϊκή, ἀνδριαντουργία, γλυπτική, γλυπτικὴ τέχνη, γλυφή, δαιδαλούργημα, ἑρμογλυφία, ἑρμογλυφική, λαξεία, τορευτική