ἀποιμώζω
English (LSJ)
bewail loudly, τι A.Ag.329, S.Ph.278; τινά A.Fr.138, antipho 5.41; ἀ. τι πρός τινα E.Med.31; ἀ. ἑαυτόν τινος D.H.5.8.
Spanish (DGE)
1 quejarse, lamentarse de c. ac. de cosa φιλτάτων μόρον A.A.329, ποῖ' ἀποιμῶξαι (δοκεῖς) κακά; S.Ph.278
•abs. νῦν ἀποιμώζω παρών A.Ch.1014, ἀποιμώζει τις Men.Dysc.649, ὅταν ... ταύτην (οὐσίαν) ἐκτίνων ἀποιμώζῃ cuando ... al tener que pagarla (la herencia) se queja Babr.34.13.
2 llorar, gemir por c. ac. de pers. ἀποίμωξόν με A.Fr.227, ἀ. ἐμὴν δέσποιναν E.Alc.768, ἀπῴμωξεν ἐμέ τε καὶ αὑτόν Antipho 5.41, ἢν μή ποτε ... αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ' ἀποιμώξῃ φίλον E.Med.31, tb. en v. med. σὺ ... τόνδ' ἀποιμώξῃ νεκρόν; E.Alc.635
•c. pron. refl. y gen. de causa ἀποιμώξας ἑαυτὸν τῆς καθεξούσης τὸν οἶκον ἐρημίας quejándose de la desolación que va a sobrevenir a la casa D.H.5.8.
German (Pape)
[Seite 304] (s. οἰμώζω), beweinen, τινά, praes., Aesch. Ag. 320; Eur. Med. 31; ἀποίμωξον Ar. Eccl. 392; in Prosa, ἀπῴμωξεν ἐμέ Antipho 5, 41.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποιμώξω ou ἀποιμώξομαι, ao. ἀπῴμωξα > impér. ἀποίμωξον;
déplorer, acc. ; τι qch ; τινά pleurer sur qqn.
Étymologie: ἀπό, οἰμώζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποιμώζω: оплакивать (τι Aesch., Soph.; τι πρός τινα Eur. и τινα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποιμώζω: μέλλ. -ξομαι, θρηνῶ μεγαλοφώνως, τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 329, Σοφ. Φ. 278· τινὰ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Ἀντιφῶν 134. 15· ἀπ. τι πρός τινα Εὐρ. Μήδ. 31· ἀπ. τινά τινος Διον. Ἁλ. 5. 8.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀποιμώζω: μέλ. -ξομαι, θρηνολογώ μεγαλοφώνως, με αιτ., σε Τραγ.