redivivus, Glossaria.
[Seite 448] wieder erbau't (?).
πᾰλίγκτιστος: -ον, ὁ ἐκ νέου κτισθείς, ἀνοικοδομηθείς, ἀνακαίνισθείς, Γλωσσ.
παλίγκτιστος, -ον (Α)αυτός που οικοδομήθηκε εκ νέου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κτιστός (< κτίζω)].