παλίγκτιστος

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίγκτιστος Medium diacritics: παλίγκτιστος Low diacritics: παλίγκτιστος Capitals: ΠΑΛΙΓΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: palínktistos Transliteration B: palinktistos Transliteration C: paligktistos Beta Code: pali/gktistos

English (LSJ)

redivivus (restored to life), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 448] wieder erbau't (?).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίγκτιστος: -ον, ὁ ἐκ νέου κτισθείς, ἀνοικοδομηθείς, ἀνακαίνισθείς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

παλίγκτιστος, -ον (Α)
αυτός που οικοδομήθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κτιστός (< κτίζω)].