κτιστός
From LSJ
English (LSJ)
κτιστή, κτιστόν,
A wrought, λάεσσιν h.Ap.299.
2 built: neut. κτιστόν, τό, building, PFay.117.23 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κτιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ κτίζω, ἐκτισμένος, δεδημιουργημένος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κτιστός, -ή, -όν) κτίζω
κτισμένος, οικοδομημένος
νεοελλ.
κατασκευασμένος με τοιχοποιία
μσν.-αρχ.
1. δημιουργημένος, πλασμένος από τον θεό
2. υλικός, υπαρκτός
αρχ.
σφυρηλατημένος, επεξεργασμένος, δουλεμένος.
επίρρ...
κτιστά (AM κτιστῶς)
νεοελλ.
με κτίσιμο, με τοιχοποιία
μσν.-αρχ.
από άποψη δημιουργίας.