κτιστός

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτιστός Medium diacritics: κτιστός Low diacritics: κτιστός Capitals: ΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ktistós Transliteration B: ktistos Transliteration C: ktistos Beta Code: ktisto/s

English (LSJ)

κτιστή, κτιστόν,
A wrought, λάεσσιν h.Ap.299.
2 built: neut. κτιστόν, τό, building, PFay.117.23 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

κτιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ κτίζω, ἐκτισμένος, δεδημιουργημένος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κτιστός, -ή, -όν) κτίζω
κτισμένος, οικοδομημένος
νεοελλ.
κατασκευασμένος με τοιχοποιία
μσν.-αρχ.
1. δημιουργημένος, πλασμένος από τον θεό
2. υλικός, υπαρκτός
αρχ.
σφυρηλατημένος, επεξεργασμένος, δουλεμένος.
επίρρ...
κτιστά (AM κτιστῶς)
νεοελλ.
με κτίσιμο, με τοιχοποιία
μσν.-αρχ.
από άποψη δημιουργίας.