κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
και γαρυφαλιά και γαρου-, γαρε-, γαροφαλιά, ητο φυτό Διόσανθος, Δίανθος ο καρυόφυλλος.