σωματέμπορας

Revision as of 15:16, 29 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=σωματέμπορος, ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει ή εκβι...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

σωματέμπορος, ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν
νεοελλ.
αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει γυναίκα ή ανήλικο και τους παραχωρεί προς όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για ασέλγεια
μσν.-αρχ.
ο δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + ἔμπορος.