δουλέμπορος

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source

Greek Monolingual

ο
έμπορος δούλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].

Translations

slaver

Bulgarian: търговец на роби; Dutch: slavenhandelaar; Finnish: orjakauppias; French: marchand d'esclaves, esclavagiste, négrier, négrière; Galician: escravista, negreiro, negreira; German: Sklavenhändler, Sklavenhändlerin, Sklavenhalter, Sklavenhalterin; Greek: δουλέμπορος, σωματέμπορος, σωματέμπορας; Ancient Greek: ἀνδραποδιστής, ἀνδραποδοκάπηλος, ἀνδραποδώνης, ἀνδροκάπηλος, σωματέμπορος; Italian: schiavista, negriero, negriere, negriera; Latin: mango; Manx: kionneyder sleab; Polish: handlarz niewolników; Portuguese: escravista, negreiro, negreira; Russian: работорговец, торговец рабами; Spanish: esclavista, negrero, negrera; Swedish: slavhandlare; Ukrainian: работорговець, торговець рабами