ἐκδεσμεύω

Revision as of 11:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

make binding, make secure, τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.

Spanish (DGE)

atar, uncir en v. pas. (ἴυγξ) ἐκδεσμεύεται ἐκ τοῦ τροχοῦ Sch.Pi.P.4.381a
fig. afianzar, asegurar τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.

German (Pape)

[Seite 756] anbinden; übertr., τὴν πίστιν εἰς ἀλλήλους Pol. 3, 33, 8.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδεσμεύω: связывать: ἐ. την πίστιν εἰς ἀλλήλους Polyb. поклясться во взаимной верности.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδεσμεύω: συνδέω, ἐκδεσμεύων τὴν ἑκατέραν πίστιν εἰς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 33, 8.

Greek Monolingual

ἐκδεσμεύω (Α)
1. συνδέω, προσδένω
2. εξασφαλίζω.