ἐκδεσμεύω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
make binding, make secure, τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.
Spanish (DGE)
atar, uncir en v. pas. (ἴυγξ) ἐκδεσμεύεται ἐκ τοῦ τροχοῦ Sch.Pi.P.4.381a
•fig. afianzar, asegurar τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.
German (Pape)
[Seite 756] anbinden; übertr., τὴν πίστιν εἰς ἀλλήλους Pol. 3, 33, 8.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδεσμεύω: связывать: ἐ. την πίστιν εἰς ἀλλήλους Polyb. поклясться во взаимной верности.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδεσμεύω: συνδέω, ἐκδεσμεύων τὴν ἑκατέραν πίστιν εἰς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 33, 8.
Greek Monolingual
ἐκδεσμεύω (Α)
1. συνδέω, προσδένω
2. εξασφαλίζω.