ιαμβίς
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
ἰαμβίς, -ίδος, ἡ (Α) ίαμβος
(αρχ. ελλ. μουσ.) όρος που χρησιμοποιείται από τον Ησύχ. αντί του παριαμβίς.