ιαμβίς

From LSJ

Greek Monolingual

ἰαμβίς, -ίδος, ἡ (Α) ίαμβος
(αρχ. ελλ. μουσ.) όρος που χρησιμοποιείται από τον Ησύχ. αντί του παριαμβίς.