ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
οὐρητρίς, -ίδος, ἡ (Α)δοχείο για ούρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλητρίς)].