ἀκιδοειδής
English (LSJ)
ἀκιδοειδές, barb-like, of quadrilateral with re-entrant angle, Procl.in Euc.p.165 F. ἀκιδόω, (ἀκίς) furnish with barb or point, in Pass., βέλη ἠκιδωμένα IG2.807. ἀκιδρός· ἀσθενής, Cyr. ἀκιδρωπάζω· ἀμβλυωπῶ, Hsch.
Spanish (DGE)
-ές
en forma de punta de flecha τρίγωνα τετράπλευρα καλούμενα ... ἀκιδοειδῆ Procl.in Euc.165.23, cf. 328.22.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκιδοειδής)
ο όμοιος με ακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκὶς-ίδος + -ειδής < εἶδος·].