καταμερίζω
From LSJ
English (LSJ)
A cut in pieces, [τὸν Πλοῦτον] εἰς πολλά Luc.Tim.12; λίθους εἰς μεγέθη D.S.5.13: metaph., εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Id.3.40:—Pass., of flavours, to be resolved into components, Thphr.Od.65. 2 distribute, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη X.An.7.5.4; κ. εἰς λόχους, = καταλοχίζω, Ascl.Tact.2.1:— Med., ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Thphr.CP5.2.5.