συντερμονέω

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être limitrophe de, τινι.
Étymologie: συντέρμων.

German (Pape)

mit Einem grenzen, Grenznachbar sein, τινί, Pol. 2.21.9 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

συντερμονέω: быть сопредельным, граничить (τῇ τῶν Λατίνων χώρᾳ Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.

Greek Monotonic

συντερμονέω: μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με, τινί, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to border on, τινί Polyb. [from συντέρμων