ταχυναυτέω

Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

sail fast, Th.6.31,34, Plb.1.23.9, al.; νῆες ταχυναυτοῦσαι Aeschin.3.97; [τριήρεις] -οῦσαι IG22.1623.284 (iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1076] schnell schiffen; Thuc. 6, 31. 34; Pol. 1, 23, 8 u. Sp., wie D. Cass. 36, 4; Luc. amor. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
naviguer ou s'embarquer ou mettre à la voile promptement.
Étymologie: ταχύς, ναύτης.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῠναυτέω: быстро плыть Aeschin., Polyb., Luc.: προέχειν τῷ τ. Thuc. (о корабле) отличаться быстроходностью.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠναυτέω: ταχέως πλέω, ὅπωςναῦς προέξει τῷ ταχυναυτεῖν Θουκ. 6. 31, 34, Πολύβ., κλπ.· ναῦς ταχυναυτοῦσα Αἰσχίν. 67. 29.

Greek Monotonic

τᾰχῠναυτέω: μέλ. ταχυναυτήσω, (ναύτης), πλέω γρήγορα, σε Θουκ.

Middle Liddell

τᾰχύ-ναυτέω, fut. -ήσω ναύτης
to sail fast, Thuc.