διηρθρωμένος
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Greek (Liddell-Scott)
διηρθρωμένος: ἐπιρρ. τοῦ διαρθρόω, Θεολογ. Ἀριθμ. 49, Γαλην. 13 673Β.
Russian (Dvoretsky)
διηρθρωμένος: [part. pf. к διαρθρόω
1 правильно сформированный, хорошо сложенный (ἵππος Plat.; πόδες Arst.; σῶμα Plut.);
2 четкий, отчетливый, ясный (γράμμα Arst.);
3 членораздельный (φθόγγοι Arst.);
4 законченный, совершенный (κάλλος Luc.).