ясный
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Russian > Greek
ἐμφανής, ἥσυχος, δῆλος, δέελος, καταφανής, τηλαυγής, λιπαρός, προφανής, εὐσύμβολος, εὐξύμβολος, ἀρίγνωτος, φωτεινός, διηρθρωμένος, τορός, διαφανής, ἔναρθρος, λαμπρός, λευκός, φαιδρός, φαεινός, φαεννός, εὔσημος, εὔδιος, εὐδιεινός, ὑάλεος, εὔγνωστος, ἀρτίστομος, εἰλικρινής, εἱλικρινής, καθαρός, αἴθριος, εὐαγής, θαλερός, ἐπίδηλος, περιφανής, τρανής, εὔδηλος, ἐναργής, ἔνδηλος, σαφής, δίαιθρος, εὐκρινής, εὐαγής