διαρθρόω

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρθρόω Medium diacritics: διαρθρόω Low diacritics: διαρθρόω Capitals: ΔΙΑΡΘΡΟΩ
Transliteration A: diarthróō Transliteration B: diarthroō Transliteration C: diarthroo Beta Code: diarqro/w

English (LSJ)

A divide by joints, articulate, τὰ στήθη διήρθρου Pl.Smp. 191a:—Pass., διηρθρωμένος = well-jointed, well-knit, Hp.Aër.24, Pl.Phdr.253d (metaph., πρὸς σωφροσύνην πεπηγὸς καὶ δ. Eun.Hist.p.246 D.); πόδες, δάκτυλοι, Arist.Phgn.810a16, HA504a7; to be differentiated, of the embryo, ib.489b9, cf. Hp.Nat.Puer.17; to be movable-jointed, Id.Art. 30; esp. to be jointed by διάρθρωσις (q.v.), Gal.2.656, 18(1).433; also διηρθρωμένον γράμμα a distinct birthmark (opp. συγκεχυμένον), Arist.GA721b34.
2 endue with articulate speech, τὴν γλῶτταν Luc.Dem.Enc.14, cf. Plu.Dem.11:—Med., φωνὴν καὶ ὀνόματα διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ invented articulate speech and names, Pl.Prt. 322a.
3 describe distinctly, Id.Lg.963b, 645c (Pass.), Porph. Plot.18, Iamb.VP23.103, etc.; perceive clearly, distinguish, Phld.D. 1.22, Mus.p.39K., Vit.Philonid.p.9 C.; διηρθρωμένη διάληψις Porph. Abst.2.43; opp. συγκεχυμένος, Id.Marc.10.
4 complete in detail, fill up so as to form an organic whole, lit., πρὶν διηρθρῶσθαι τὸ σῶμα Arist.HA521a10 (Act. δ. σάρκα τῇ γλώττῃ of a bear licking its cub into shape, Ael.NA6.3): metaph., Arist.EN1098a22:—Pass., Id.Metaph.986b6; ἂν διαρθροῖτο ὁ συλλογισμός Id.Top.156a20.
5 distinguish, τὸ γένος A.D.Synt.138.24.

Spanish (DGE)

I 1en v. act. articular, formar un todo que contiene partes o segmentos, conformar τὰ στήθη διήρθρου dio forma al pecho Pl.Smp.191a, σάρκα ... τῇ γλώττῃ διαρθροῖ de un oso que da forma a su cría con la lengua Ael.NA 6.3
fig. διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα completar lo que está bien Arist.EN 1098a23, εἰς φιλοτιμίαν προήγαγον τοῦ διαρθροῦν ... τὰ δοκοῦντα Porph.Plot.18.22, ἐννοίας καὶ διαρθροῦν συγκεχυμένας reunir las percepciones dispersas Porph.Marc.10, ἅπερ ἡ φύσις διήρθρωσε Vett.Val.260.5.
2 en v. med.-pas. articularse formando un todo, dividirse en miembros τὰ σπλάγχνα διαρθροῦται Hp.Nat.Puer.17, διαρθροῦται τὰ μέλεα Hp.Nat.Puer.18, πρὶν ὅλον διηρθρῶσθαι τὸ σῶμα antes de que quede formado el conjunto del cuerpo Arist.HA 521a10, ὅτε ἔμελλε διαρθρωθῆναι ὁ κόσμος Sch.Hes.Th.139
fig. explicarse detalladamente μὴ διαρθρωθέντων τῶν προτέρων συλλογισμῶν no habiendose detallado los razonamientos anteriores Arist.Top.156a19, cf. 20.
3 part. perf. pas. διηρθρωμένος = articulado, bien trabajado
a) del individuo en sí ἄνθρωποι διηρθρωμένοι hombres bien articulados e.e. membrudos, robustos Hp.Aër.24
del caballo noble de miembros proporcionados Pl.Phdr.253d
del embrión bien diferenciado Hp.Nat.Puer.18.7, Arist.HA 489b9, op. συγκεχυμένον de una marca de nacimiento, Arist.GA 721b34
fig. bien dispuesto πρὸς σωφροσύνην πεπηγώς τε καὶ δ. Eun.Hist.58
διηρθρωμένη διάληψις concepto bien analizado Porph.Abst.2.43;
b) de una parte respecto al todo πόδες Arist.Phgn.810a16, δάκτυλοι Arist.HA 504a7.
4 medic. estar unido por medio de una articulación móvil ἡ μὲν ἄνω γνάθος ... οὐ διήρθρωται Hp.Art.30, διαρθροῦσθαι πρὸς τοὺς σπονδύλους Gal.2.656.
II del lenguaje y mús.
1 articular, dotar de sonidos articulados τὸν φθόγγον Hp.Morb.4.56, διαρθροῦν τὰς λέξεις Democr.B 5.1, γλῶτταν Luc.Dem.Enc.14, cf. Dem.Phal.166
tb. en v. med. φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο Pl.Prt.322a.
2 fig. explicar τὰς ταραχάς Phld.D.1.22.3, cf. Mus.p.86v.K., ἐκεῖνον (λόγον) Arr.Epict.1.17.3, τὰς τῶν Πυθαγορικῶν συμβόλων ἐμφάσεις Iambl.VP 103, abs., Pl.Lg.963b, en v. pas. οὕτω καὶ κακία δὴ καὶ ἀρετὴ σαφέστερον ἡμῖν διηρθρωμένον ἂν εἴη habríamos dejados delimitados más claramente el vicio y la virtud Pl.Lg.645c, σαφῶς μὲν οὐ διήρθρωται παρ' ἐκείνων no ha sido claramente explicado por ellos Arist.Metaph.986b6, cf. Hsch.
3 gram. distinguir διήρθρωσαν τὸ γένος A.D.Synt.138.24.

German (Pape)

[Seite 599] 1) vergliedern, ein Glied mit dem andern verbinden, Hippocr.; dah. gliedern, gestalten, διηρθρωμένους ἔχει καὶ χωριστοὺς δακτύλους Arist. H. A. 2, 12; vgl. 3, 19; τὰ στήθη διήρθρου Plat. Conv. 191 a; ἵππος ὀρθὸς καὶ διηρθρωμένος, entgeggstzt εἰκῆ συμπεφυρημένος, Phaedr. 253 d; οὔπω εἰς τοσοῦτον κάλλος διηρθρωμένος Luc. salt. 25; περιγραφήν, einen Umriß ausführen, Arist. Eth. Nic. 1, 7, 17. – 2) zergliedern, φωνὴν καὶ ὀνόματα διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ Plat. Prot. 322 a, er artikulirte die Stimme; dah. = deutlich auseinandersetzen, Legg. XII, 963 b, wo es dem διορίζομαι entspricht; τὴν γλῶσσαν, Luc. enc. Dem. 14; vgl. Plut. Dem. 11.

French (Bailly abrégé)

διαρθρῶ :
I. au propre;
1 ajuster les articulations, emboîter, acc.;
2 en gén. douer d'articulations régulières ; Pass. avoir des articulations bien divisées;
3 articuler complètement, achever d'articuler, de façonner;
II. fig. prononcer en articulant nettement.
Étymologie: διά, ἀρθρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αρθρόω helemaal van geledingen voorzien, articuleren fysiek:; τὰ στήθη διήρθρου hij gaf hun borstkas vorm Plat. Smp. 190e; perf. pass. διήρθρωμαι goed geleed, gebouwd zijn:. τό τε εἶδος ὀρθὸς καὶ διηρθρωμένος wat betreft zijn uiterlijk is hij recht van leden en goed gebouwd Plat. Phaedr. 253d. m. b.t. de spraak gearticuleerd doen spreken of klinken:; γλῶτταν de tong Luc. 58.14; med.. φωνὴν καὶ ὀνόματα... διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ hij maakte door zijn vakmanschap stem en woorden gearticuleerd Plat. Prot. 322a. conceptueel precies definiëren:. οὕτω καὶ κακία δὴ καὶ ἀρετὴ σαφέστερον ἡμῖν διηρθρωμένον ἂν εἴη op die manier zal zowel slechtheid als goedheid duidelijker door ons gedefiniëerd zijn Plat. Lg. 645b. van ideeën, systemen in detail uitwerken:. διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ datgene waarvan de hoofdlijnen goed zijn in detail uit te werken Aristot. EN 1098a22. als apart lid onderscheiden; perf. pass. διήρθρωμαι een apart lid vormen, geleed zijn.

Russian (Dvoretsky)

διαρθρόω:
1 расчленять, т. е. точно очерчивать, придавать правильную форму, формировать (τὰ στήθη Plat.): φωνὴν διαρθρώσασθαι Plat., γλῶτταν διαρθρῶσαι Luc. и τὴν ἀσάφειαν τῆς γλώττης διαρθρῶσαι Plut. научиться членораздельно говорить;
2 расчленять, разлагать на составные части, разбирать (τὸν συλλογισμόν Arst.);
3 ясно говорить, толково рассказывать (περὶ τῆς ἀρετῆς Arst.): ἔχετον διαρθροῦντες φράζειν Plat. расскажите обстоятельно - см. тж. διηρθρωμένος.

Greek Monotonic

διαρθρόω: μέλ. -ώσω,
1. χωρίζω μέσω αρθρώσεων, αρθρώνω, συνδέω με αρθρώσεις, συναρμολογώ, σε Πλάτ. — Παθ., μτχ. παρακ. διηρθρωμένος, καλά συνδεδεμένος, ενωμένος σφιχτά, συμπαγής, στον ίδ.
2. προικίζω με έναρθρη φωνή, σε Λουκ. — Μέσ., φωνὴν διηρθρώσατο, εφηύρε έναρθρο λόγο, σε Πλάτ.
3. συμπληρώνω με λεπτομέρεια, διασαφηνίζω, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

διαρθρόω: χωρίζω δι’ ἀρθρώσεων, μορφώνω ὀργανικῶς, παρέχω ἁρμούς, τὰ στήθη διήρθρου Πλάτ. Συμπ. 191Α.― Παθ., διηρθρωμένος, καλῶς συνδεδεμένος, συμπεπηγώς, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. Ἀέρ. 295, Πλάτ. Φαίδρ. 253D· δάκτυλοι, πόδες Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 12, 3 κ. ἄλλ.· ἔχω ἄρθρα, ἤτοι μέλη καὶ ἁρμούς, αὐτόθι 1. 5, 3 ἔχω μέλη κινούμενα, Ἱππ. Ἄρθρ. 797· πρβλ. διάρθρωσις. 2) προικίζω μὲ ἔναρθρον φωνήν, τὴν γλῶτταν Λουκ. Ἐγκ. Δημ. 14, πρβλ. Πλούτ. Δημοσθ. 11· καὶ ἐν τῷ μέσ., φωνὴν καὶ ὀνόματα διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, ἐφεῦρεν ἔναρθρον γλῶσσαν καὶ ὀνόματα, Πλάτ. Πρωτ. 322Α. 3) περιγράφω σαφῶς, εὐκρινῶς, ὁ αὐτ. Νόμ.963Β, πρβλ. 645C. 4) συμπληρῶ ἐν λεπτομερείᾳ, πληρῶ οὕτως ὥστε νὰ σχηματίσω ἕν ὀργανικὸν ὅλον (ἀντίθ. ὑποτυπόω, περιγράφω), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 17, Μεταφ 1. 5, 9. ― Παθ., διηρθρωμένον γράμμα, ἀντίθ. συγκεχυμένον, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γ. 1. 17, 9· ἂν διάρθροιτο ὁ συλλογισμὸς ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 1, 8.

Middle Liddell

fut. ώσω
1. to divide by joints, to articulate, Plat.:—Pass., perf. part. διηρθρωμένος well-jointed, well-knit, Plat.
2. to endue with articulate speech, Luc.; Mid., φωνὴν διηρθρώσατο invented articulate speech, Plat.
3. to complete in detail, Arist.