κατασκόπιον

Revision as of 11:24, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

τό, look-out ship, Gell.10.25 (sed leg. -σκοπικόν).

German (Pape)

[Seite 1379] τό, das Wachtschiff, Cic. Att. 5, 11, l. d., vgl. Gell. N. A. 10, 25.

Russian (Dvoretsky)

κατασκόπιον: τό (sc. πλοῖον) разведывательное или сторожевое судно Cic.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκόπιον: τό, πλοῖον κατασκοπευτικόν, πρόσκοπος, Γέλλ. 10. 25· τοιαῦτα δὲ πλοῖα εἶναι, οἱ προπλεῖν εἰθισμένοι λέμβοι Πολύβ.· νῆες πρόπλοι παρὰ Θουκ. καὶ πρωτόπλοι παρὰ Ξεν., πρβλ. ἐπίκωπος.

Greek Monolingual

κατασκόπιον, τὸ, και κατασκοπίς, ἡ (Α) κατάσκοπος
κατασκοπευτικό πλοίο.