διόθεν

From LSJ
Revision as of 18:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

διόθεν επίρρ. (Α)
από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].

Russian (Dvoretsky)

διόθεν: adv. (тж. ἐκ δ. Hes., Luc.) от или по воле Зевса Hom., Hes., Aesch., Eur.