τελευταία
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Russian (Dvoretsky)
τελευταία: ἡ (sc. ἡμέρα) последний день Soph. etc.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
τελευταία: ἡ (sc. ἡμέρα) последний день Soph. etc.