Τυνδάρειος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de Tyndare.
Étymologie: Τυνδάρεος.
Greek Monolingual
-α, -ον, θηλ. και -ος, Α Τυνδάρεος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.
Russian (Dvoretsky)
Τυνδάρειος: и 2 (ᾰ) тиндареев Eur., Arph.