μαγειρική
Greek Monolingual
η (AM μαγειρική)
βλ. μαγειρικός.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγειρική: ἡ (sc. τέχνη) поварское искусство lat.
English (Woodhouse)
(see also: μαγειρικός) culinary art
η (AM μαγειρική)
βλ. μαγειρικός.
μᾰγειρική: ἡ (sc. τέχνη) поварское искусство lat.
(see also: μαγειρικός) culinary art