διόθεν
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
Greek Monolingual
διόθεν επίρρ. (Α)
από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].
Russian (Dvoretsky)
διόθεν: adv. (тж. ἐκ δ. Hes., Luc.) от или по воле Зевса om., Hes., Aesch., Eur.