κωλοβαθριστής

Revision as of 09:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

κωλοβαθριστοῦ, ὁ, one that goes on stilts, stilt walker, Hsch.s.v. καδαλίων.

German (Pape)

[Seite 1542] ὁ, Einer der auf Stelzen geht, Hesych. v. καδαλίων.

Greek (Liddell-Scott)

κωλοβαθριστής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν μὲ «ξυλοπόδαρα» ἢ ἐπὶ ξύλων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. καδαλίων· ἐκ τοῦ κωλόβαθρον, τό, ξύλινον βάραθρον, ὡς τὸ καλόβαθρον, Ἀρτεμ. 3. 15.

Greek Monolingual

κωλοβαθριστής, ὁ (Α)
αυτός που περπατά με ξυλοπόδαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλόβαθρον, κατά τα ονόματα σε -ιστής, ή μέσω ενός αμάρτυρου κωλοβαθρίζω].