μπιρμπίλι

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

(I)
και μπιμπίλι, το μπιρμπίλα
η μπιρμπίλα.
(II)
και μπιμπίλι, το
1. το αηδόνι
2. φρ. «μπιρμπίλι της θάλασσας» — η αλκυόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bulbul].