ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
[Seite 592] poet. = περισείω.
περισσείω: эп. = * περισείω.
περισσείω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ περισείω.
see περισαίνω, περισείω.