Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
το (AM ἡμιτόνιον)
μουσ. μισός τόνος, δηλαδή το μισό της μεγαλύτερης απόστασης μεταξύ δύο διαδοχικών φθόγγων της φυσικής κλίμακας
αρχ.
σχοινί από χορδές που έχει το μισό πάχος από το συνηθισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίτονος + κατάλ. -ιον].