ἀμελής
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
English (LSJ)
(A), [ᾰ], ές, (μέλει)
A careless, negligent, Ar.Lys.882, X.Mem.2.6.19; φιλοπότης τε κἀμελής Eup.208; ἀργὸς . . καὶ ἀ. Pl.R.421d, etc. Adv. -λῶς carelessly, Th.6.100: Comp. -έστερον Id.2.11; -εστέρως Aen.Tact. 26.8. 2 c. gen., careless of... Pl.Sph.225d, etc.; περί τινα Isoc. 19.32. Adv., ἐάν τις γονέων -έστερον ἔχῃ τοῦ δέοντος Pl.Lg.932a; ἀμελῶς ἔχειν πρός τι X.Oec.2.7; περὶ θεούς Id.Cyr.1.2.7. 3 c. inf., οὐκ ἀ. ποιεῖν not negligent in doing, Plu.2.64f. II Pass., uncared for, unheeded, οὐδενὶ τούτων ἀ. X.HG6.5.41, cf. D.50.15; οὐκ ἀμελὲς γεγένηταί μοι, c. inf., I have taken pains to... Luc.Dips.9.
ἀμελ-ής (B), ές, (μέλος)
A unmelodious, φωνή Poll.2.117.