κηδεία
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ἡ,
A care for the dead, funeral, A.R.2.836; κ. καὶ περιστολή D.H.3.21, BGU896.7 (ii A.D.), cf. Onos.36.1, etc.; mourning, ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας SIG1219.14 (Gambreum, iii B.C.). II connexion by marriage, alliance, κηδείαν ξυνάψαι τινί E.Supp.134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κ. X.Mem.2.6.36; κ. συνάπτεσθαι πρός τινα Plb. 1.9.2; ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ . . κηδείαν Arist.Pol.1262a11; κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις ib.1280b36; ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ. ib. 1307a39.