μεταβάλλω

From LSJ
Revision as of 23:12, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβάλλω Medium diacritics: μεταβάλλω Low diacritics: μεταβάλλω Capitals: ΜΕΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: metabállō Transliteration B: metaballō Transliteration C: metavallo Beta Code: metaba/llw

English (LSJ)

fut. -

   A βᾰλῶ Ar.Av.1568: aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi, μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94; χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp.204 (anap.), cf. Gal.15.556; μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar. l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14; μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.    II turn about, change, alter, τὸ οὔνομα Hdt.1.57; τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73; τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68; μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th.723; ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R.381b; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117; ὀργὰς μ. E.Med.121 (anap.); μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36, Eup.357.7; μ. τὸ ἔθος Th.1.123; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77; μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht.181c: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib.363 (troch.); εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R.424c; πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra.405d; ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd.96b; ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R.508d: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς . . μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib.404a.    b translate, νόμον εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνήν J.AJProoem.3, cf. 12.2.13 (Pass.).    c stir with a spoon, Dsc.3.22 (Pass.).    III intr., undergo a change, μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65, cf. Antipho 2.4.9; μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R.553a, etc.; μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt.270d; ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol.1276b14, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of, καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι . . συντυχίαι E.Tr.1118.    b vary, μεταβάλλειν τὰς ἐπιστήμας τοῖς τόποις Phld.Rh.2.115 S.    2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, μεταβαλόντας ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας Id.7.170, cf. E.Ion 1614, Pl.Smp.204e, Grg. 480e: also pres. part. μεταβάλλων Id.Tht.166d.    B Med., turn round, shift a load, μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8; προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16.    2 cause to be removed, σῖτον PHib.1.45.6 (iii B. C.), etc.    b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).    II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6; μ. τοὺς τρόπους Ar.V.1461 (lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).    2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El.1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, οἴνου μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν Pl.Lg.849d; μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph.223d; μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6, cf. D.S. 5.13.    III turn oneself, turn about, ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg.481e, Din.1.17; esp.    2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31; πρός τινα Axionic.6.10.    3 turn or wheel round, μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6; τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10: abs., turn about, μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207.