ὄρχησις
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dancing, the dance, Epich. 171 ; ἐς ὄρχησιν ἀνίστασθαι Hdt.1.202 ; esp. pantomimic dancing, Id.6.129 ; δεινὰ ἐποιοῦντο πάσας τὰς ὀ. ἐν ὅπλοις εἶναι X.An.6.1.11 ; ἐκπονεῖν Plb.4.20.12 : a part of ἡ γυμναστική, acc. to Pl.Lg.795e ; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις ὄ. Id.Cra.406d ; ὄ. ἐνόπλιος, ἐναγώνιος ὄ., Luc.Salt.8,32, POxy. 1241 v 27 (ii A. D.), etc.; περὶ Ὀρχήσεως, title of work by Lucian ; cf. Ath.1.14dsq., 14.630bsqq., Poll.4.95 sq.