κτηματίας
Greek Monolingual
και χτηματίας, ο
κάτοχος μεγάλης ακίνητης, ιδίως αγροτικής, περιουσίας, ο οποίος συνήθως ζει από τα εισοδήματά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματίας, εισοδηματίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].