κτηματίας

Revision as of 18:48, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Greek Monolingual

και χτηματίας, ο
κάτοχος μεγάλης ακίνητης, ιδίως αγροτικής, περιουσίας, ο οποίος συνήθως ζει από τα εισοδήματά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματίας, εισοδηματίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].