ἀντιρρόπως
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
French (Bailly abrégé)
adv.
à forces égales.
Étymologie: ἀντίρροπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιρρόπως: в состоянии равновесия: ἀ. τοῖς ἐναντίοις πράττειν Xen. не уступать противнику в силах.