ἀντιρρόπως
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
French (Bailly abrégé)
adv.
à forces égales.
Étymologie: ἀντίρροπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιρρόπως: в состоянии равновесия: ἀ. τοῖς ἐναντίοις πράττειν Xen. не уступать противнику в силах.