περίχυμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is poured round or over, wash, Dsc.1.87; of whey, Gal.17 (1).983.
II that which is diffused around the earth, atmosphere, τὸ ἱερὸν π. Herm. ap. Stob.1.49.44.
III ablution, Marin.Procl. 26.
German (Pape)
[Seite 601] τό, das Herumgegossene, Sp., z. B. Schol. Il. 23, 561.
Greek (Liddell-Scott)
περίχῠμα: τό, τὸ περικεχυμένον ἢ περιχεόμενον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 195. ΙΙ. ἀπόλουσις, Μαρῖνος ἐν βίῳ Πρόκλου σελ. 21.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ περιχέω
το υγρό που χύνεται πάνω σε κάτι
αρχ.
1. η ατμόσφαιρα, που είναι διάχυτη γύρω από την Γη
2. το απολουσίδι.