ἀνεπικλήτως
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
French (Bailly abrégé)
adv.
sans s'être plaint, sans avoir fait de représentations.
Étymologie: ἀνεπίκλητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπικλήτως: без жалоб, без ропота (ἀπελθεῖν ἐπ᾽ οἴκου Thuc.).