σούβλισμα
From LSJ
Greek Monolingual
και σούγλιασμα, το, Ν σουβλίζω / σουγλίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σουβλίζω, πέρασμα στη σούβλα («το σούβλισμα του αρνιού»)
2. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπισμός, παλούκωμα.
και σούγλιασμα, το, Ν σουβλίζω / σουγλίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σουβλίζω, πέρασμα στη σούβλα («το σούβλισμα του αρνιού»)
2. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπισμός, παλούκωμα.