σούβλα

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

η / σοῦβλα, ΝΜ, και σούγλα Ν
οβελός για το ψήσιμο κρέατος, οβελός της ψησταριάς («κοτόπουλο στη σούβλα»)
νεοελλ.
1. κοίλος οβελός για τη δοκιμή βουτύρου, τυριού κ.ά. τροφίμων
2. όργανο βασανισμού και θανάτωσης με ανασκολοπισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σούβλα < λατ. subula «σούβλα», ενώ ο τ. σούγλα είναι διαλ. προελεύσεως (πρβλ. βλέπω / γλέπω)].