σούβλα
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
Greek Monolingual
η / σοῦβλα, ΝΜ, και σούγλα Ν
οβελός για το ψήσιμο κρέατος, οβελός της ψησταριάς («κοτόπουλο στη σούβλα»)
νεοελλ.
1. κοίλος οβελός για τη δοκιμή βουτύρου, τυριού κ.ά. τροφίμων
2. όργανο βασανισμού και θανάτωσης με ανασκολοπισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σούβλα < λατ. subula «σούβλα», ενώ ο τ. σούγλα είναι διαλ. προελεύσεως (πρβλ. βλέπω / γλέπω)].