πλυντική
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Russian (Dvoretsky)
πλυντική: ἡ (sc. τέχνη) искусство стирки Plat.
English (Woodhouse)
(see also: πλυντικός) art of washing