πλυντικός

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῠντικός Medium diacritics: πλυντικός Low diacritics: πλυντικός Capitals: ΠΛΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: plyntikós Transliteration B: plyntikos Transliteration C: plyntikos Beta Code: pluntiko/s

English (LSJ)

πλυντική, πλυντικόν, = πλυντήριος, Arist.Sens.443a1, Poll.7.39; ἡ π. (sc. τέχνη) clothes-cleaning, Pl.Plt. 282a.

German (Pape)

[Seite 639] zum Auswaschen, Reinigen gehörig, geschickt, geneigt, ἡ πλ., sc. τέχνη, Waschkunst, Plat. Polit. 282 a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλυντικός -ή -όν [πλύνω] van het wassen of om te wassen; subst. ἡ πλυντική (sc. τέχνη) het wasserijvak.

Russian (Dvoretsky)

πλυντικός: касающийся стирки, стиральный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πλυντικός: -ή, -όν, = πλυντήριος, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 5. 1, Πολυδ. Ζ΄, 39· ― ἡ πλ. (ἐξυπ. τέχνη), τὸ πλύνειν ἐνδύματα Πλάτ. Πολιτ. 282Α.

Greek Monolingual

και πλυτικός -ή, -όν, Α πλύνω
1. πλυντήριος
2. ο χρήσιμος στο πλύσιμο
3. φρ. «πλυντική τέχνη» — η τεχνική του να πλένει κανείς ρούχα.