πλυντικός
From LSJ
English (LSJ)
πλυντική, πλυντικόν, = πλυντήριος, Arist.Sens.443a1, Poll.7.39; ἡ π. (sc. τέχνη) clothes-cleaning, Pl.Plt. 282a.
German (Pape)
[Seite 639] zum Auswaschen, Reinigen gehörig, geschickt, geneigt, ἡ πλ., sc. τέχνη, Waschkunst, Plat. Polit. 282 a.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλυντικός -ή -όν [πλύνω] van het wassen of om te wassen; subst. ἡ πλυντική (sc. τέχνη) het wasserijvak.
Russian (Dvoretsky)
πλυντικός: касающийся стирки, стиральный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πλυντικός: -ή, -όν, = πλυντήριος, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 5. 1, Πολυδ. Ζ΄, 39· ― ἡ πλ. (ἐξυπ. τέχνη), τὸ πλύνειν ἐνδύματα Πλάτ. Πολιτ. 282Α.
Greek Monolingual
και πλυτικός -ή, -όν, Α πλύνω
1. πλυντήριος
2. ο χρήσιμος στο πλύσιμο
3. φρ. «πλυντική τέχνη» — η τεχνική του να πλένει κανείς ρούχα.