στεγγίς
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. στλεγγίδα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεγγίς, -ιδος, ἡ, zie στλεγγίς.