συμφύω
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
later συμφῠτ-φύνω CR33.5 (near Antioch):—
A make to grow together, unite a wound, D.S.32.11 (cj.), Dsc.1.128; σ. τὰ ὁμογενῆ Arist.Mete.378b15; σ. τοὺς ἄνωθεν ὀδόντας imagine them unite into one, Id.PA659b24; σ. τινὰς εἰς φιλότητα unite them, Pl.Ep.323b: but συμφῦσαι in Id.Smp.192e is f.l. for συμφυσῆσαι. II Pass., with pf. Act. συμπέφῡκα, aor. 2 συνέφῡν (3sg. opt. συμφύη Sor.2.89); also συνεφύην Arist.Pol.1262b13, Thphr.CP5.5.3, Sor.1.36, etc.: fut. συμφυήσομαι Gp.4.12.9:—grow together, Emp.26.7,95 (tm.), Pl.Smp.191a, Ti.76e, X.Cyr.4.3.18, etc.; [ψυχὴ καὶ σῶμα] Pl.Phdr. 246d; of a political constitution, Plb.4.32.9. 2 grow together, unite, as a wound, Hp.Aph.6.24, al.; of bones, Id.Art.14, Sor.2.57; of the mouth of the womb and other passages, Arist.GA773a16, cf. 747a12; τὰ Χείλη καὶ τὰ βλέφαρα καὶ τῶν δακτύλων τὰ μεταξὺ πολλάκις ἑλκωθέντα συνέφυ, κατὰ φύσιν δὲ ἔχοντα . . οὐ συμφύεται διὰ λειότητα Diocl.Fr.26; διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι; Alex.Aphr.Pr.1.70. 3 unite with, οὐ τῷ τυχόντι συμφύεται τὸ τυχόν Arist.Sens.438b1; συμπεφυκυῖαι ἰδέαι εἰς ἕν, e.g. Chimaera, etc., Pl.R.588c; εἰς ταὐτὸν συμφύεσθαι ib.503b; σ. πρός τι Plu.2.924e. 4 become assimilated, become natural, Arist.EN1147a22.