περιαγγέλλω
From LSJ
English (LSJ)
A announce by messages sent round, τὴν ἐκεχειρίαν Th. 4.122; τούτων περιαγγελλομένων Hdt.7.1 ; π. τὸ γεγονός Id.6.58. 2 abs., send or carry a message round, Id.7.119; v.l. for παρήγγελκεν in D.21.4. II c. inf., send round orders for people to do something, περιήγγελλον κατὰ τὴν Πελοπόννησον . . στρατιὰν παρασκευάζεσθαι ταῖς πόλεσι Th.2.10; τῷ δὲ ναυτικῷ περιήγγειλαν . . ὡς τάχιστα πλεῖν ib.80; περιήγγελλον . . κατὰ τὴν Πελοπόννησον βοηθεῖν ὅτι τάχιστα Id.4.8, cf. 1.116, X.HG6.4.2; π. οὐχ ὑποκαίειν Ephipp.5.18 (s. v.l.): with inf. omitted, ναῦς περιήγγελλον κατὰ πόλεις, = Lat. imperabant naves, v.l. in Th.2.85; σίδηρον π. κατὰ τοὺς ξυμμάχους Id.7.18.